- περιπτωσιολογία
- και περιπτωσεολογία, η, Ν1. σύνολο πιθανών καταστάσεων2. η καζουιστική.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελληνική τού γαλλ. casuistique. Ο τ. περιπτωσεολογία μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος].
Dictionary of Greek. 2013.